κολοβόκερκος

κολοβόκερκος
κολοβόκερκος
with a docked tail
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κολοβόκερκος — κολοβόκερκος, ον (AM) αυτός που έχει κοινή ή κομμένη ουρά («καὶ μόσχον ἢ πρόβατον ὠτότμητον, ἢ κολοβόκερκον σφάγια ποιήσεις αὐτὰ σεαυτῷ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + κέρκος «ουρά» (πρβλ. δασύ κερκος, μακρό κερκος)] …   Dictionary of Greek

  • κολοβόκερκον — κολοβόκερκος with a docked tail masc/fem acc sg κολοβόκερκος with a docked tail neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… …   Dictionary of Greek

  • κολοβός — (Colobus). Γένος πιθήκων της υποοικογένειας των κολοβινών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 43 έως 70 εκ. και της ουράς τους από 55 έως 90 εκ. Έχουν λεπτό τρίχωμα σαν μετάξι με χρώμα που ποικίλλει. Η μύτη τους προεξέχει και το διάφραγμά… …   Dictionary of Greek

  • ԿՐՃԱՏ — (ի, աց կամ ից.) NBH 1 1137 Chronological Sequence: Early classical, 12c ա. κολοβόκερκος cauda mutilatus. (Արմատն է կրճ. որպէս յն. գէրգօ՛ս. ձետ, պոչ.) Ոյր հատեալ է ձետն, ագին, տուտն. եւս եւ Թլփատեալ. պոչը կտրած. *զարջառ եւ ոչխար՝ զակընջատ կամ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”